κουτσαίνω

κουτσαίνω
1) boiter
2) clopiner

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κουτσαίνω — κουτσαίνω, κούτσανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουτσαίνω — (Μ κουτσαίνω) [κουτσός] 1. βαδίζω ελαττωματικά λόγω βλάβης στα πόδια, χωλαίνω 2. μτφ. υστερώ σε κάτι, δεν προχωρώ κανονικά νεοελλ. 1. κάνω κάποιον κουτσό με χτύπημα στα πόδια 2. παροιμ. «οπού έχει γείτονα κουτσόν, θα μάθει να κουτσαίνει» οι κακές …   Dictionary of Greek

  • κουτσαίνω — κούτσανα, κουτσάθηκα, κουτσαμένος 1. κάνω κάποιον κουτσό: Τον κούτσανες μετην πέτρα που του πέταξες. 2. βαδίζω κουτσαίνοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροκουτσαίνω — κουτσαίνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + κουτσαίνω] …   Dictionary of Greek

  • σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …   Dictionary of Greek

  • επισκάζω — ἐπισκάζω (Α) κουτσαίνω («αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκάζω «κουτσαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποσκάζω — ΜΑ κουτσαίνω λίγο αρχ. παροιμ. «εἰ χωλῷ παροικήσεις, ὑποσκάζειν μαθήσει» δηλώνει ότι συχνά η πρόσκτηση ορισμένων, συνήθως αρνητικών, συνηθειών οφείλεται στις κακές συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάζω «χωλαίνω, κουτσαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • φωνηεντισμός — ο, Ν γλωσσ. η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα μιας λέξης («το ρήμα σκάζω κουτσαίνω εμφανίζει φωνηεντισμό α αν και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)keng κουτσαίνω »). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνήεν, εντός + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • διαρρέπω — (Α) κουτσαίνω, χωλαίνω …   Dictionary of Greek

  • επικύλλωμα — ἐπικύλλωμα, τὸ (Μ) χωλότητα, το να είναι κάποιος χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύλλωμα (< κυλλόω, ώ «κουτσαίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ετεροποδώ — ἑτεροποδῶ έω, (Α) [ετερόπους] χωλαίνω, κουτσαίνω στο ένα πόδι («ἑτεροποδοῡντες ἵπποι») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”